Καθώς διανύουμε τον πέμπτο μήνα της πανδημίας του κορωνοϊού – το πρώτο κρούσμα είχε εντοπιστεί στην Κίνα την 1η Δεκεμβρίου του 2019 – κάποια από τα ερωτήματα που πλανώνται πάνω από την επιστημονική κοινότητα και τη δημόσια σφαίρα είναι: ● Τι θα συμβεί καθώς ο καιρός θα βελτιώνεται; ● Θα υπάρξει ένα «φρενάρισμα» του ιού καθώς θα μπαίνουμε στην άνοιξη και το καλοκαίρι; ● Θα ακολουθήσει ο SARS-CoV-2, όπως είναι το «επίσημο» όνομα του ιού, την πορεία και άλλων βήτα-κορωνοϊών, όπως της γρίπης, οι οποίοι «πέφτουν σε νάρκη» όταν ο καιρός ζεσταίνει; Ομολογουμένως μέχρι στιγμής η επιστημονική κοινότητα που εξετάζει τον κορωνοϊό δεν έχει καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα. Η πλειονότητα των επιστημόνων εκτιμά ότι, δυστυχώς, ο ζεστός καιρός του καλοκαιριού μάλλον δεν θα έχει επίδραση στην εξάπλωση της Covid-19 (της ασθένειας που προκαλεί ο κορωνοϊός), ωστόσο υπάρχουν και συνάδελφοί τους που στέλνουν πιο αισιόδοξα μηνύματα.
[expander_maker more=»Διαβάστε περισσότερα» less=»…»]
Μια βρετανική μελέτη Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι ο SARS-CoV-2 είναι ένα νέο «τέρας», για τη συμπεριφορά του οποίου ακόμα δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία, οπότε τα όποια συμπεράσματα δημοσιοποιούνται αφορούν κυρίως άλλα μέλη της οικογένειας των κορωνοϊών, για τα οποία έχει υπάρξει αναλυτική έρευνα και μελέτη μέσα στον χρόνο και εικάζεται ότι ενδεχομένως και ο SARS-CoV-2 θα έχει παρόμοια συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον «Guardian», μια μελέτη του University College London, η οποία αφορά άλλους κοινούς κορωνοϊούς (τους HCoV-NL63, HCoV-OC43 και HcoV-229E), δείχνει ότι υπάρχει μια εποχικότητα στην έξαρση των ασθενειών που προκαλούν, με κορύφωση τον Φεβρουάριο και ναδίρ το καλοκαίρι. Η μελέτη αυτή μοιάζει να συμβαδίζει με άλλες μελέτες που δείχνουν ότι οι ασθένειες από κορωνοϊούς μειώνονται δραστικά κατά τους θερμούς μήνες στα εύκρατα κλίματα.
Ωστόσο, όπως τόνισε ο επικεφαλής ερευνητής Ρομπ Όλντριτζ, «μπορεί να δούμε συνεχιζόμενα, αλλά χαμηλότερα επίπεδα κρουσμάτων του κορωνοϊού το καλοκαίρι, όμως αυτό μπορεί να αντιστραφεί τον χειμώνα, αν υπάρχει μεγάλος αριθμός ευάλωτου πληθυσμού». Και πρόσθεσε: «Δεδομένου ότι αυτός είναι ένας νέος ιός, δεν γνωρίζουμε αν μια εποχική μείωση θα συμβεί το καλοκαίρι, όσο υπάρχει μεγάλο μέρος του ευάλωτου πληθυσμού. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να ενεργήσουμε τώρα και να ακολουθήσουμε τις συμβουλές των ειδικών υγείας». Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται και ο Μάικλ Σκίνερ, ιολόγος του Imperial College, ο οποίος σημείωσε πως «είμαι βέβαιος ότι εποχικές διακυμάνσεις στη συμπεριφορά του ιού θα παίξουν κάποιον ρόλο στην εξάπλωσή του. Όμως, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που έχουμε με την κοινωνική απομόνωση, η επίδραση αυτή θα είναι μάλλον μικρή. Ίσως προκαλέσει κάποια οριακά αποτελέσματα, αλλά αυτά δεν πρόκειται να υποκαταστήσουν την καραντίνα».
Οι παράγοντες εξάπλωσης Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ιός πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα, σε συνθήκες υψηλού ψύχους, και πλέον έχει εξαπλωθεί ακόμα και σε χώρες με τροπικό – υποτροπικό κλίμα, όπως ο Ισημερινός και η Βραζιλία, που σημαίνει, κατά τους επιστήμονες, ότι η συμπεριφορά του SARS-CoV-2 δεν φαίνεται να επηρεάζεται και πολύ από το κλίμα και τις καιρικές συνθήκες, όπως συμβαίνει με άλλους ιούς. Βέβαια, δύο ερευνητές του ΜΙΤ, ο Κασίμ Μπουκάρι και ο Γιουσούφ Τζαμίλ, μέσω μιας έρευνας σχετικά με την εξάπλωση του ιού, διαπίστωσαν ότι σε χώρες με θερμά και υγρά κλίματα η ταχύτητα μετάδοσής του ήταν μικρότερη από αυτή σε χώρες με ξηρό και κρύο καιρό, κάτι που παρατηρήθηκε και σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στις 9 Μαρτίου και έδειχνε ότι οι μεγάλες συγκεντρώσεις κρουσμάτων βρίσκονταν σε μια «ζώνη» θερμοκρασιών στο βόρειο ημισφαίριο που περιλάμβανε χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, το Ιράν, η Ιταλία και οι βορειοδυτικές ΗΠΑ.
Ωστόσο οι δύο ερευνητές του ΜΙΤ έσπευσαν να υπογραμμίσουν ότι ακόμα δεν είναι ξεκάθαρος ο οποιοσδήποτε συσχετισμός μεταξύ κλίματος και εξάπλωσης του ιού. Πολύ πιο ωμός είναι ο Μαρκ Λίπσιτ, διευθυντής του Κέντρου Δυναμικής των Μεταδοτικών Ασθενειών της Σχολής Δημόσιας Υγείας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ο οποίος, σε κείμενό του που αναρτήθηκε στο site του Κέντρου, υπενθύμισε ότι το 2003 ο SARS δεν «εξαφανίστηκε» από μόνος του, αλλά χρειάστηκαν εκτεταμένα μέτρα περιορισμού και απομόνωσης των κρουσμάτων για να καταπολεμηθεί η επιδημία. Παράλληλα τονίζει ότι η σύγκριση της συμπεριφοράς του SARS-CoV-2 με άλλους κορωνοϊούς δεν σημαίνει ότι το νέο «τέρας» θα λειτουργήσει όπως κι εκείνοι. Αντιθέτως, υπογραμμίζει, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν πώς εξαπλώνονται τα παθογόνα (περιβάλλον, ανθρώπινη συμπεριφορά, το ανοσοποιητικό σύστημα του φορέα κ.λπ.), ιδίως αν μιλάμε για έναν νέο ιό, ο οποίος κάθε άλλο παρά έχει μελετηθεί επαρκώς.
Καταλήγοντας ο Λίπσιτ τονίζει: «Εκτιμούμε ότι ο SARS-CoV-2, όπως και οι άλλοι βήτα – κορωνοϊοί, μεταδίδεται πιο εύκολα τον χειμώνα απ’ ό,τι το καλοκαίρι, αν και δεν γνωρίζουμε ακόμη τους υποκείμενους μηχανισμούς. Το μέγεθος της αλλαγής (σ.σ.: από χειμώνα σε καλοκαίρι) αναμένεται να είναι μικρό και όχι επαρκές για να σταματήσει από μόνο του τη μετάδοση του ιού. Βασισμένοι στην αναλογία με την πανδημία της γρίπης περιμένουμε ότι ο SARS-CoV-2, ως ένας νέος ιός για τους ανθρώπους, θα βρεθεί μπροστά σε μικρότερη ανοσία και έτσι θα μεταδίδεται πιο εύκολα, ακόμα και μετά την περίοδο του χειμώνα».
[/expander_maker]