Πωλείται το ιστορικό ρετιρέ της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην οδό Στησιχόρου. Το μπουντουάρ που έμεινε αναλλοίωτο στον χρόνο. Η αξία και το εσωτερικό του.
Ένα από τα πιο εμβληματικά ακίνητα της Αθήνας, γνωστό και ως «Τα Ανάκτορα της Αλίκης Βουγιουκλάκη», βγαίνει ξανά προς πώληση. Το ιστορικό ρετιρέ της μεγάλης σταρ στην οδό Στησιχόρου 3, δίπλα στα παλιά Ανάκτορα, ανοίγει ξανά την πόρτα του στην αγορά ακινήτων, προκαλώντας συγκίνηση και δέος στους θαυμαστές της.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της εκπομπής «Super Κατερίνα», η τελευταία του ιδιοκτήτρια απεβίωσε πρόσφατα και οι απόγονοί της αποφάσισαν να το διαθέσουν προς πώληση. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η δημοσιογράφος Νανά Παναγούλια, «το σπίτι περνάει πλέον σε τρίτο κύκλο ιδιοκτησίας, με την τιμή του να ξεπερνά τα 3 εκατομμύρια ευρώ».
Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη συγκίνηση είναι πως ένα δωμάτιο παρέμεινε αναλλοίωτο: το μπουντουάρ της Αλίκης, όπως ακριβώς το είχε αφήσει η ίδια. «Ανέγγιχτο, με την αύρα της Εθνικής μας σταρ», σχολίασε η Παναγούλια, που επισκέφθηκε πρόσφατα τον χώρο.
Το ακίνητο αποκτήθηκε από την Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1962, όταν βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας της. Αν και δεν μετακόμισε άμεσα, καθώς προτιμούσε να μένει με τη μητέρα της στο Μαρούσι, εγκαταστάθηκε σε αυτό μετά τον γάμο της με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ το 1965. Εκεί έζησαν μαζί μέχρι το διαζύγιό τους το 1974, ενώ η Βουγιουκλάκη συνέχισε να κατοικεί στο ρετιρέ έως τον θάνατό της.
Το πολυτελές διαμέρισμα στον 4ο όροφο της πολυκατοικίας περιλαμβάνει 7 δωμάτια, δύο σαλόνια, μια τραπεζαρία και μοναδικά στοιχεία διακόσμησης, τα οποία η ίδια η σταρ επιμελήθηκε, συνδυάζοντας μοντέρνες τάσεις με αντίκες που αγαπούσε ιδιαίτερα.
Αξιοσημείωτο είναι πως το διαμέρισμα είχε προβληθεί και στο περιοδικό Γυναίκα το 1968, με φωτογραφίες που αποτύπωναν τη μοναδική του αισθητική και την προσωπικότητα της ιδιοκτήτριάς του.
Το ρετιρέ της Στησιχόρου, πέρα από αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αποτελεί και σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, κουβαλώντας μέσα του την ιστορία και τη λάμψη μιας γυναίκας που σημάδεψε τον ελληνικό κινηματογράφο και τη συλλογική μνήμη.